βιομήχανο

βιομήχανο
sanayici

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα …   Dictionary of Greek

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • Κάλλας, Μαρία — (Νέα Υόρκη 1923 – Παρίσι 1977). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της υψιφώνου Mαρίας Kαλογεροπούλου. Σπούδασε στο Ωδείο Aθηνών και στη συνέχεια στη Nέα Yόρκη. Tο 1942, στην πρώτη της εμφάνιση στην Eθνική Λυρική Σκηνή με την Kαβαλερία Pουστικάνα, κατέκτησε… …   Dictionary of Greek

  • Ντονιέτσκ — (Donets’k). Πόλη (984.900 κάτ. το 2003) της Ουκρανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Η πόλη, που βρίσκεται κοντά στη δεξιά όχθη του Κάλμγιους, ο οποίος χύνεται στην Αζοφική θάλασσα, έχει πρόσφατη προέλευση· ιδρύθηκε περίπου το 1870 από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”